- ἀμπελούργημα
- ἀμπελούργ-ημα, τό,A vine-dresser's work, Poll.7.140 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀμπελουργήματα — ἀμπελούργημα vine dresser s work neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμπελουργός — ο (Α ἀμπελουργός) καλλιεργητής αμπέλου, αμπελοκαλλιεργητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος. ΠΑΡ. αμπελουργία, αμπελουργικός, αμπελουργώ αρχ. ἀμπελουργεῖον, ἀμπελούργημα νεοελλ. αμπελουργικώς] … Dictionary of Greek
ԱՅԳԵԳՈՐԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0079 Chronological Sequence: 5c, 12c գ. այգեգործութիւն կամ ԱՅԳԷԳՈՐԾՈՒԹԻՒՆ. Գործելն զայգի. մշակութիւն այգեաց. էգի բանիլը. ... ἁμπελουργία, ἁμπελούργημα vineae cultura *Ոմն զվաճառաշահութիւն սիրէ, եւ ոմն զայգեգործութիւն: Բաժանեցաք… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)